επινυκτίς

επινυκτίς
ἐπινυκτίς, ἡ (Α) [νυξ, νυκτός]
1. νυχτερινή φρούρηση
2. φλύκταινα που γίνεται τη νύχτα
3. βιβλίο όπου γράφονται όσα συμβαίνουν τη νύχτα, αντίθ. τού ἐφημερίς («ταῑς καλουμέναις ἐφημερίσι τὰς ὑφ’ ἡμῶν ὀνομαζομένας ἐπινυκτίδας συνάπτοντας», Συνέσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”